χειρουργοῦ

χειρουργοῦ
χειρουργέω
do with the hand
pres imperat mp 2nd sg (attic)
χειρουργέω
do with the hand
imperf ind mp 2nd sg (attic)
χειρουργός
working
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Φόλκμαν — ο, Ν φρ. «πόροι Φόλκμαν» και, παλ. όρος, «φολκμάνειοι σωλήνες» ανατ. αγγειοφόρα σωληνάρια τής οστικής ουσίας τα οποία εκπορεύονται από το περιόστεο και συνδέουν μεταξύ τους τα αγγεία τών αβέρσειων σωληναρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < (Richard) Volkmann, όν …   Dictionary of Greek

  • αναισθησία — Κατάργησητης αισθητικότητας και συνεπώς του πόνου. Η ανθρωπότητα άρχισε τον δύσκολο αγώνα εναντίον του σωματικού πόνου εδώ και χιλιάδες χρόνια, από τους αρχαίους Έλληνες, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν εκχυλίσματα βοτάνων και δρόγες που έφερναν ύπνο… …   Dictionary of Greek

  • ασηψία — Η πλήρης απουσία παθογόνων μικροβίων και σαπροφύτων. Η α. αποτελεί αρκετά πρόσφατη κατάκτηση της ιατρικής και κυρίως της χειρουργικής. Οι πρώτες προσπάθειες ανάγονται στις αρχές του 19ου αι. και απέβλεπαν στην καταστροφή με διάφορες χημικές ή… …   Dictionary of Greek

  • καλαμίτης — Μυθολογικό πρόσωπο. Λατρευόταν ως ήρωας στην αρχαία Αττική. Φαίνεται ότι ανήκε στον κύκλο της θεάς Δήμητρας και η λατρεία του συνδεόταν με την καλλιέργεια των δημητριακών. * * * ο (Α καλαμίτης) νεοελλ. 1. (παλαιοβοτ.) γένος φυτών που έχουν… …   Dictionary of Greek

  • κολλέσειος — α, ο φρ. «κολλέσειος σύνδεσμος» ανατ. παραφυάδα τού βουβωνικού συνδέσμου η οποία σχηματίζει το κάτω τοίχωμα τού έξω βουβωνικού στομίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < επώνυμο τού Ιρλανδού χειρουργού Abraham Colles] …   Dictionary of Greek

  • λουδοβίκειος — α, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε έναν από τους Λουδοβίκους, βασιλείς τής Γαλλίας 2. το ουδ. ως ουσ. το λουδοβίκειο και λουδοβίκι α) παλαιό χρυσό γαλλικό νόμισμα που κόπηκε επί Λουδοβίκου ΙΓ και απέκτησε κατά καιρούς διάφορα βάρη και… …   Dictionary of Greek

  • μήστωρ — μήστωρ, ορος και ωρος, ὁ (Α) 1. (για τον Δία) αυτός που προνοεί, συμβουλεύει ή εποπτεύει («Ζῆν ὕπατον μήστωρ ούδ εἰ μάλα πολλὰ κάμοιτε», Ομ. Ιλ.) 2. (ιδίως για τον Πρίαμο) αυτός που διακρίνεται για τη φρόνησή του και για τις συνετές αποφάσεις του …   Dictionary of Greek

  • παρέξοδος — ἡ, ΜΑ [έξοδος] μσν. αρχ. μτφ. παρέκβαση αρχ. 1. πλάγια οδός 2. (για κλύσμα) δίοδος 3. ιατρ. θήκη εργαλείων χειρούργου …   Dictionary of Greek

  • πόττειος — α, ο, Ν φρ. «πόττειος νόσος» ή «πόττειο κακό» ιατρ. η φυματιώδης σπονδυλίτιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. Potťs disease, γαλλ. mal de Pott, από το όν. τού Άγγλου χειρουργού P. Pott που τήν περιέγραψε] …   Dictionary of Greek

  • σκαρπαίος — α, ο, Ν φρ. α) «σκαρπαίο τρίγωνο» ανατ. τριγωνική περιοχή τής πρόσθιας έσω επιφάνειας τού μηρού, μεταξύ βουβωνικού συνδέσμου προς τα επάνω, μακρού προσαγωγού μυός προς τα έσω και ραπτικού μυός προς τα έξω, περιοχή από την οποία διέρχονται η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”